παρακαθέζομαι

παρακαθέζομαι
Α
κάθομαι δίπλα σε κάποιον («παρακαθεζόμενος οὖν ἠσπαζόμην τόν τε Κριτίαν», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακαθέζομαι — παρά , κατά ἕζομαι seat oneself pres ind mp 1st sg (epic) παρά καθέζομαι sit down pres ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρακαθέζομαι — Α παίρνω θέση, κάθομαι κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακαθέζομαι «κάθομαι δίπλα σε κάποιον»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”